προκατηχώ

προκατηχώ
-έω, Α
1. καταπραΰνω, κατευνάζω εκ τών προτέρων με ήχους
2. κατηχώ, διδάσκω προηγουμένως («τὰς... τούτοις ὑπονοίας μὴ παραγυμνούντων, ἀλλ' ἐν εἴδει μύθου προκατηχούντων», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατηχῶ «διδάσκω, μυώ, ηχώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκατήχηση — η / προκατήχησις, ήσεως, ΝΑ [προκατηχῶ] προκαταρκτική κατήχηση, προδιδασκαλία («προκατήχησις ἠθική», Σιμπλίκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”